- κυκλοφοριακός
- [киклофориакос]εκ. движующийся
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
κυκλοφοριακός — κυκλοφοριακός, ή, ό και κυκλοφορικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία: Το κυκλοφοριακό σύστημα λειτουργεί κανονικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυκλοφοριακός — ή, ό βλ. κυκλοφορικός … Dictionary of Greek
κυκλοφορικός — και κυκλοφοριακός, ή, ό (AM κυκλοφορικός, ή, όν) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυκλοφορία (α. «κυκλοφορι[α]κές διαταραχές τού αίματος» β. «το κυκλοφοριακό πρόβλημα στην Αθήνα είναι δυσεπίλυτο») 2. αυτός που αναφέρεται η αποβλέπει… … Dictionary of Greek
κυκλοφορικός — ή, ό βλ. κυκλοφοριακός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)